Γονιδιακός Έλεγχος
Πολλές φορές η υπογονιμότητα οφείλεται σε κάποια γενετική αιτία. Δηλαδή κάποια αλλοίωση στο γενετικό υλικό που έχει μεταδοθεί από τους γονείς. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι μικροελλείψεις του χρωμοσώματος Υ και οι μεταλλάξεις για την κυστική ίνωση.
Μικροελλείψεις του χρωμοσώματος Υ: Τι πρέπει να γνωρίζουμε;
Είναι η εξέταση με την οποία ανιχνεύεται η παρουσία ή απουσία των AZF περιοχών του χρωμοσώματος Υ, το χρωμόσωμα που υπάρχει μόνο στους άνδρες.
Η εξέταση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική σε περιπτώσεις αζωοσπερμίας, σε περιπτώσεις δηλαδή που δεν υπάρχει κανένα σπερματοζωάριο στο σπέρμα. Και αυτό γιατί έλλειψη στην περιοχή AZFa σημαίνει ότι υπάρχει μηδενική πιθανότητα εύρεσης σπερματοζωαρίων στους όρχεις με TESE, έλλειψη στην περιοχή AZFb ή AZFb+c σημαίνει ότι υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρεθούν, ενώ αν η έλλειψη είναι στην περιοχή AZFc υπάρχουν 50% πιθανότητες να βρεθούν σπερματοζωάρια.
Επιπλέον, το χρωμόσωμα Υ μεταδίδεται από τον μπαμπά στον γιο. Αυτό σημαίνει ότι αν ο μπαμπάς έχει μικροελλείψεις στο χρωμόσωμα Υ θα το έχει και το άρρεν παιδί. Και αυτό είναι σημαντικό να το γνωρίζουν οι μελλοντικοί γονείς προκειμένου μετά από γενετική συμβουλευτική να πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις.
Πώς πραγματοποιείται;
Για την εξέταση απαιτείται λήψη αίματος. Απομονώνεται το γενετικό υλικό (DNA) των λεμφοκυττάρων και πραγματοποιούνται δύο διαδοχικές πολυπλεκτικές PCR (Multiplex PCR). Η παρουσία ή απουσία των προϊόντων των δύο PCR επιβεβαιώνουν αν υπάρχει έλλειψη σε κάποια περιοχή.
Ποιος πρέπει να κάνει την εξέταση;
Η εξέταση θα πρέπει να γίνεται σε περιπτώσεις ολιγοζωοσπερμίας (<5×106/ml σπερματοζωάρια) ή σε περιπτώσεις εύρεσης κάποιας δομικής ανωμαλίας στο χρωμόσωμα Υ.
Έλεγχος μεταλλάξεων κυστικής ίνωσης
Η κυστική ίνωση είναι το συχνότερο κληρονομικό νόσημα στον Καυκάσιο πληθυσμό. Στην Ελλάδα είναι το δεύτερο συχνότερο νόσημα μετά την μεσογειακή αναιμία. Οφείλεται σε μεταλλάξεις στο γονίδιο CTRF, υπεύθυνο για την παραγωγή της πρωτεΐνης Cystic Fibrosis Transmembrane Conductance Regulator, η οποία βρίσκεται στην κυτταρική μεμβάνη των επιθηλιακών κυττάρων και ρυθμίζει την διέλευση ιόντων χλωρίου. Η μειωμένη παραγωγή ή δυσλειτουργία της πρωτεΐνης έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση παχύρευστων εκκρίσεων σε διάφορα όργανα όπως οι πνευμόνες, το παγκρέας, οι ιδρωτοποιοί αδένες και το εντέρο, με αποτέλεσμα τη σταδιακή καταστροφή τους.
Γιατί είναι σημαντική η εξέταση αυτή;
Ο τρόπος κληρονόμησης της κυστικής ίνωσης είναι υπολοιπόμενος αυτοσωμικός που σημαίνει ότι το παθολογικό γονίδιο θα πρέπει να βρίσκεται και στα δύο χρωμοσωμάτα του ατόμου (να έχει κληρονομηθεί και από τους δύο γονείς). Οι φορείς των μεταλλάξεων είναι συνήθως ασυμπτωματικοί, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων, όπως στην περίπτωση της αποφρακτικής αζωοσπερμίας όπου δεν ολοκληρώνεται η δημιουργία του εκσπερματικού πόρου.
Επιπλέον, οι φορείς των μεταλλάξεων έχουν 50% πιθανότητα να κληροδοτήσουν το παθολογικό γονίδιο στους απογόνους και αν ο/η σύντροφος/σύζυγος είναι και αυτός φορέας οι πιθανότητες να νοσήσουν οι απόγονοί τους είναι 25%. Το 4-5% του πληθυσμού θεωρείται ότι είναι φορείς. Καθώς δεν υπάρχει κάποιο εθνικό πρόγραμμα ανίχνευσης φορέων και οι φορείς δεν έχουν κάποιο κλινικό ή αιμοτολογικό εύρημα, συνιστάται ο έλεγχος τουλάχιστον των πιο κοινών μεταλλάξεων της κυστικής ίνωσης σε όλους του μελλοντικούς γονείς.
Πώς πραγματοποιείται;
Για την εξέταση απαιτείται λήψη αίματος. Απομονώνεται το γενετικό υλικό (DNA) των λεμφοκυττάρων και πραγματοποιούνται εξειδικευμένες τεχνικές PCR ή αλληλούχισης ολόκληρου του γονιδίου ανάλογα με το ποσοστό των μεταλλάξεων που θα αναλυθούν (έχουν περιγραφεί τουλάχιστον 1500 διαφορετικές μεταλλάξεις). Μπορεί να γίνει έλεγχος για την πιο κοινή μετάλλαξη ΔF508, να αναλυθεί το 85% των πιο κοινών μεταλλάξεων (~100 στον αριθμό) ή και το ~99% των μεταλλάξεων.
Ποιος πρέπει να κάνει την εξέταση;
Επιστημονικοί φορείς συστήνουν την εξέταση σε όλους τους μελλοντικούς γονείς στα πλαίσια του προληπτικού προγενετικού ελέγχου, δεδομένου ότι η συχνότητα των μεταλλάξων της κυστικής ίνωσης και επομένως η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου στους απογόνους είναι μεγάλη.
Ο έλεγχος μεταλλάξεων κυστικής ίνωσης είναι βασική εξέταση διερεύνησης της αζωοσπερμίας (δεν υπάρχει κανένα σπερματοζωάριο στο σπέρμα). Μεταλλάξεις στο γονίδιο της κυστικής μπορεί να δημιουργήσουν ολική απόφραξη του σπερματικού πόρου (αποφρακτική αζωοσπερμία). Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που στους όρχεις παράγονται σπερματοζωάρια, αυτά δεν μπορούν να εξέλθουν κατά την εκσπερμάτιση. Όμως, με την βιοψία όρχεων μπορεί να ανακτηθεί έστω και μικρός αριθμός σπερματοζωαρίων τα οποία μεσω της εξωσωματικής μικρογονιμοποίησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν επιτυχώς για την απόκτηση βιολογικών απογόνων. Σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι να ελέγχεται και η σύντροφος/σύζυγος καθώς εαν είναι και η ίδια φορέας, το ζευγάρι να αναζητήσει γενετική συμβουλευτική.
Έλεγχος κυστικής ίνωσης θα πρέπει να γίνεται και σε σοβαρή ολιγοασθενοζωοσπερμία καθώς μεταλλάξεις στο γονίδιο της κυστικής μπορεί να δημιουργήσουν μερική συγγενή απόφραξη του σπερματικού πόρου.
Οι εξ’ αίματος συγγενείς ασθενών με κυστική ίνωση ή φορέων της κυστικής ίνωσης θα πρέπει επίσης να εξετάζονται, ειδικά στην περίπτωση που θέλουν να αποκτήσουν τα δικά τους παιδιά.